- ετερόχρονος
- -η, -ο (Α ἑτερόχρονος, -ον)1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγήςνεοελλ.1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται κατά ανισόχρονα διαστήματα2. αυτός που δεν είναι ταυτόχρονος, ο ασύγχρονος3. ο αναχρονιστικός, αυτός που ανήκει σε άλλη εποχήαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόχρονον (ενν. σχήμα)γραμμ. η μετάβαση από τον ένα χρόνο τού ρήματος σε άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. heterochronous < hetero- (πρβλ. ετερο-* + -chronous (πρβλ. χρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.